συντετμημένη

συντετμημένη
συντέμνω
cut down
perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κιτρακονικό οξύ — το οργανική ένωση, ακόρεστο δικαρβονικό οξύ, παράγωγο τού αιθυλενίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. citraconic < citr (< λατ. citrum «κίτρον») + acon ic, που αποτελεί… …   Dictionary of Greek

  • κολίμορφος — ο (βιολ. στη βακτηριολογία) στον πληθ. οι κολίμορφοι έχουν τη μορφή και τη χρωστική συμπεριφορά τού κολοβακτηριδίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colimorphe < coli συντετμημένη μορφή τού colibacille (< col[o] < κόλον «μέρος τού… …   Dictionary of Greek

  • λίαν — (AM λίαν, Α ιων. και επικ. τ. λίην, Μ και λία) επίρρ. πολύ, πάρα πολύ, σε μεγάλο βαθμό (α. «λίην γὰρ μέγα εἶπες», Ομ. Οδ. β. «λίην ἄχθομαι ἕλκος») νεοελλ. φρ. «λίαν καλώς» ο δεύτερος κατά σειρά αξίας μετά το «άριστα» βαθμός αξιολόγησης στα… …   Dictionary of Greek

  • μονογραφή — η συντετμημένη υπογραφή η οποία αποτελείται από τα αρχικά μόνο στοιχεία τού ονοματεπωνύμου εκείνου ο οποίος υπογράφει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονογράφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • οξανιλίδιο — το χημ. ακυλιωμένο παράγωγο τής ανιλίνης που λαμβάνεται με θέρμανση τής ανιλίνης με οξαλικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. oxanilide (< οξ , συντετμημένη μορφή τού οξαλ(ο) * + γερμ. anilide)] …   Dictionary of Greek

  • οπ αρτ — (op art). Συντετμημένη απόδοση του optical art, που σημαίνει οπτική τέχνη. Είναι μια καινούργια τάση των τελευταίων μη αναπαραστατικών ρευμάτων, θεμελιωμένη στις αναζητήσεις της οπτικής ικανότητας του ανθρώπου, που είχε αρχίσει ο Μόντριαν στα… …   Dictionary of Greek

  • πρόταση — η / πρότασις, άσεως, Ν ΜΑ, και ιων. τ. γεν. ιος, Α [προτείνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προτείνω, το να τείνει κανείς κάτι προς τα εμπρός, προβολή, προέκταση 2. διατύπωση ή υποβολή γνώμης, ευχής, επιθυμίας, αίτησης (α. «πρόταση γάμου» β …   Dictionary of Greek

  • σκορδινώμαι — άομαι και ιων. τ. έομαι, Α (αποθ.) 1. (κυρίως για πρόσ. που μόλις έχουν ξυπνήσει ή και για πρόσ. που αισθάνονται ανία) τεντώνω τα άκρα τού σώματός μου, τεντώνομαι και χασμουριέμαι συγχρόνως 2. έχω τάση για εμετό, ζαλίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”